- γυροσκοπικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σχέση με το γυροσκόπιο ή είναι εφοδιασμένος με γυροσκόπιο2. φρ. α) «γυροσκοπικό φαινόμενο» — η τάση που εμφανίζει στερεό σώμα περιστρεφόμενο γύρω από άξονα να αντιτίθεται σε μεταβολή τής διεύθυνσης τού άξονα περιστροφήςβ) πυξίδα που στηρίζεται στην αρχή τού γυροσκοπίου και χρησιμοποιείται για προσανατολισμό σε πλοία και αεροπλάναγ) «γυροσκοπικός πιλότος» — συσκευή αυτόματης πλοήγησης αεροσκαφών, πυραύλων κ.λπ. που ελέγχεται από γυροσκοπική πυξίδα.
Dictionary of Greek. 2013.