γυροσκοπικός

γυροσκοπικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με το γυροσκόπιο ή είναι εφοδιασμένος με γυροσκόπιο
2. φρ. α) «γυροσκοπικό φαινόμενο» — η τάση που εμφανίζει στερεό σώμα περιστρεφόμενο γύρω από άξονα να αντιτίθεται σε μεταβολή τής διεύθυνσης τού άξονα περιστροφής
β) πυξίδα που στηρίζεται στην αρχή τού γυροσκοπίου και χρησιμοποιείται για προσανατολισμό σε πλοία και αεροπλάνα
γ) «γυροσκοπικός πιλότος» — συσκευή αυτόματης πλοήγησης αεροσκαφών, πυραύλων κ.λπ. που ελέγχεται από γυροσκοπική πυξίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυροσκοπικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το γυροσκόπιο: Γυροσκοπικός πλοηγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… …   Dictionary of Greek

  • σταθερωτήρας — ο, Ν ναυτ. γυροσκοπικός μηχανισμός στο κύτος τού πλοίου που ενεργεί σε δύο πλατιά εξέχοντα πτερύγια ώστε να περιορίζονται οι κλίσεις τού πλοίου κατά τους διατοιχισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθερώνω + επίθημα τήρας (πρβλ. σιγασ τήρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”